σεξοθεραπευτικός

σεξοθεραπευτικός
-ή, -ό, Ν
(ιατρ.-ψυχ.-κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεξοθεραπεία ή στον σεξοθεραπευτή («σεξοθεραπευτικά ρεύματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”